μηνύομαι

μηνύομαι
μηνύομαι, μηνύθηκα βλ. πίν. 6

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μηνύομαι — μηνύ̱ομαι , μηνύω disclose what is secret pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλληλομηνύομαι — μηνύομαι από κάποιον και ταυτόχρονα υποβάλλω μήνυση εναντίον του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + μηνύω ( ομαι). ΠΑΡ. νεοελλ. αλληλομήνυση] …   Dictionary of Greek

  • φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”